- ανθοβόληση
- και ανθοβόλημα, το (Μ ἀνθοβόλησις)η άνθηση, η ανθοφορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθοβολιά — η η ανθοβόληση* … Dictionary of Greek
ανθοβόλημα — το βλ. ανθοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ανθοβολή — ανθοβολή, η και ανθοβόληση, η και ανθοβόλημα, το άνθηση, ανθοφορία, ραντισμός με λουλούδια: Τέτοιο ανθοβόλημα δέντρου δεν είχα ξαναδεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)